- αμύθητος
- -η, -οαπερίγραπτος, αναρίθμητος· Στα χρόνια αυτά συγκέντρωσε αμύθητα πλούτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμύθητος — η, ο (Α ἀμύθητος, ον) [μυθοῡμαι] άρρητος, απερίγραπτος, αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, κολοσσιαίος … Dictionary of Greek
ἀμύθητος — ἀμύ̱θητος , ἀμύθητος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυθήτως — ἀμῡθήτως , ἀμύθητος adverbial ἀμῡθήτως , ἀμύθητος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύθητον — ἀμύ̱θητον , ἀμύθητος masc/fem acc sg ἀμύ̱θητον , ἀμύθητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίδας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε μαζί με τους Μακρόβιο, Αφροδίσιο, Bαλεριανό, Λεόντιο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. II Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας με τον οποίο συνδέονται διάφορες μυθικές παραδόσεις. Η πιο γνωστή… … Dictionary of Greek
μυθώδης — ες (Α μυθώδης, ῶδες) [μύθος] αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη… … Dictionary of Greek
παροιμιώδης — ες, ΝΜΑ [παροιμία] 1. αυτός που λέγεται ως παροιμία, ο όμοιος με παροιμία, ο παροιμιακός νεοελλ. 1. περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος, πασίγνωστος («παροιμιώδης κακία») 2. αμύθητος, μυθώδης, ανυπολόγιστος («παροιμιώδης πλούτος»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
πολυαμύθητος — ον, Α απειράριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀμύθητος «αναρίθμητος»] … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
ԱՆԲԱՒ — (ի, ից.) NBH 1 0121 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ( ʼի բառէս բաւ. հասումն, հուն, չափ). ἅπειρος, ἁπέραντος infinitus, termino carens, ἅμετρος immensus եւն. *Անհուն. անանցանելի. անհաս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)